ποικιλόμορφος

ποικιλόμορφος
-η, -ο
αυτός που έχει ή παρουσιάζει διάφορες μορφές: Τα ποικιλόμορφα είδη των ζώων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ποικιλόμορφος — variegated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόμορφον — ποικιλόμορφος variegated masc/fem acc sg ποικιλόμορφος variegated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλομόρφων — ποικιλόμορφος variegated masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλομόρφῳ — ποικιλόμορφος variegated masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόμορφα — ποικιλόμορφος variegated neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόμορφε — ποικιλόμορφος variegated masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλόμορφοι — ποικιλόμορφος variegated masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιγίλωψ — (aegilops). Επιστημονική ονομασία γένους μονοετών ποωδών φυτών της οικογένειας των αγρωστωδών. Είναι χρήσιμα φυτά, γιατί αποτελούν ζωοτροφή. Από τα 15 είδη του γένους τα 9 ανήκουν στην ελληνική χλωρίδα. Τα κυριότερα από τα ελληνικά είδη είναι ο α …   Dictionary of Greek

  • αιολόμορφος — αἰολόμορφος, ον (Α) ποικιλόμορφος, ποικιλόσχημος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰόλος + μόρφος < μορφή] …   Dictionary of Greek

  • θυσανόμορφος — η, ο (ηλεκτρ.) με μορφή θυσάνων («θυσανόμορφη εκκένωση» ηλεκτρική εκκένωση που εκπέμπεται με μορφή φωτεινών θυσάνων). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύσανος + μορφος (< μορφή), πρβλ. ομοιό μορφος, ποικιλόμορφος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”